ἔμπυρα

ἔμπυρα
ἔμπῠρα (τά)
1 burnt sacrifices

Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ (= Ἡρακλεῖ) I. 4.63

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔμπυρα — ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἔμπυρ' — ἔμπυρα , ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl ἔμπυρε , ἔμπυρος in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • εμπυρισχησίφως — ἐμπυρισχησίφως, ο (Α) αυτός που παίρνει φως ή φωτιά από τα έμπυρα …   Dictionary of Greek

  • εμπυρομαντεία — η εμπυρεία, μαντεία που γίνεται με έμπυρα, με θυσιαζόμενα πάνω στον βωμό σφάγια …   Dictionary of Greek

  • εμπυροσκόπος — ο (AM ἐμπυροσκόπος) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας τα έμπυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”